- περαματάρης
- και περατάρης, ο1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες με δικό του πλωτό μέσο στην απέναντι όχθη ή ακτή2. μτφ. (στην ποίηση) ο γερανός που μεταφέρει στις φτερούγες του τα χελιδόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέραμα, -ατος + κατάλ. -άρης πρβλ. πεισματ-άρης). Ο τ. περατάρης < περάτης + κατάλ. -άρης].
Dictionary of Greek. 2013.