περαματάρης

περαματάρης
και περατάρης, ο
1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες με δικό του πλωτό μέσο στην απέναντι όχθη ή ακτή
2. μτφ. (στην ποίηση) ο γερανός που μεταφέρει στις φτερούγες του τα χελιδόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέραμα, -ατος + κατάλ. -άρης πρβλ. πεισματ-άρης). Ο τ. περατάρης < περάτης + κατάλ. -άρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περάτης — Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα δυτικά και κοντά στα Ιωάννινα. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (4 τ. χλμ., κάτ.). * * * και περατής, ο, ΝΑ [περώ] 1. οδηγός πορθμείου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”